- τέρμενο
- το, Νταραχή («μ' έπιασε τέρμενο»).[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τρέμω με μετάθεση τού -ρ-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τέρμινο — τέρμινο, το και τέρμενο, το (λ. λατ.), μονάδα χρόνου (ημέρα, εβδομάδα, μήνας, έτος): Σε τρία τέρμινα θα παντρευτείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)